-
1 жиклёр
1. тех. η εξακριβωμένη/διακριβωμένη οπή ή τρύπα (ροής) 2. (карбюратора) о αναβρυτήρ/ας (του καρμπυρατέρ), το ακροστόμιο, разг. о ζίγκλερ (ξεν.)продувать - καθαρίζω με αέρα τον - α, εξαερίζω τον - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жиклёр